Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αγαποβότανο τα αγαποβότανα
      γενική του αγαποβότανου των αγαποβότανων
    αιτιατική το αγαποβότανο τα αγαποβότανα
     κλητική αγαποβότανο αγαποβότανα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγαποβότανο < αγάπ(η) + -ο- + βοτάν(ι) + -ο

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.ɣa.poˈvo.ta.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γα‐πο‐βό‐τα‐νο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αγαποβότανο ουδέτερο

  • ποώδες βότανο με μικρά ροζ ή άσπρα άνθη, (λατινικό όνομα Τeucrium polium), και παραδοσιακά χρησιμοποιείται και θεραπευτικά και ως φίλτρο που προκαλεί ή δυναμώνει τον έρωτα

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία