αγαντάρω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αγαντάρω < (άμεσο δάνειο) ιταλική agguantar(e) + -ω < guanto (σιδερένιο γάντι)
- σημασία: «αντέχω, υπομένω» < διάλεκτος (άμεσο δάνειο) ιταλική agguantar(e) < ισπανική aguantar [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ɣanˈda.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γα‐ντά‐ρω
Ρήμα επεξεργασία
αγαντάρω, αόρ.: αγαντάρισα (χωρίς παθητική φωνή)
- (ναυτικός όρος) πιάνομαι, συγκρατούμαι από κάποιο σταθερό σημείο
- (στην προστακτική) πιάσε, δέσε, στήριξε!
- ↪ αγάντα το παλαμάρι!
- (στην προστακτική, μεταφορικά) τράβα κουπί, κωπηλάτησε!
- ↪ αγάντα και φτάσαμε!
- (στην προστακτική) πιάσε, δέσε, στήριξε!
- υπομένω, αντέχω, βαστάζω
- ↪ δεν αγαντάρω πια τα βάσανα
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Κλίση επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ αγαντάρω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας