αγαθοποιία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αγαθοποιία < αρχαία ελληνική ἀγαθοποιία < ἀγαθός + -ποιία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αγαθοποιία θηλυκό
- ανιδιοτελής ενέργεια που ωφελεί το κοινωνικό σύνολο
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αγαθοποιία
|