αγαθοπάροχος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αγαθοπάροχος < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ɣa.θoˈpa.ɾo.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γα‐θο‐πά‐ρο‐χος
Επίθετο επεξεργασία
αγαθοπάροχος, -ος, -ο
- αυτός που παρέχει αγαθά, ο ευεργετικός
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αγαθοπάροχος
→ δείτε τη λέξη φιλάνθρωπος |
Πηγές επεξεργασία
- (Χρειάζεται τεκμηρίωση…), ιδίως ο τύπος του θηλυκού και οι γενικές πτώσεις