αγέρανος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αγέρανος < αρχαία ελληνική γέρανος → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αγέρανος αρσενικό
- (χορός) μικτός χορός των Κυκλάδων
Μεταφράσεις επεξεργασία
αγέρανος
|
Πηγές επεξεργασία
- (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)