Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αβουλία οι αβουλίες
      γενική της αβουλίας των αβουλιών
    αιτιατική την αβουλία τις αβουλίες
     κλητική αβουλία αβουλίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αβουλία < αρχαία ελληνική ἀβουλία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.vu.li.a/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αβουλία θηλυκό

  • αδυναμία του χαρακτήρα να επιβάλει στον εαυτό του, τη θέλησή του, έλλειψη ισχυρής βούλησης, αδυναμία να πάρει κανείς αποφάσεις και πρωτοβουλίες.
    1. αβουλία εκλογής: αμφιταλάντευση του άβουλου μεταξύ ενός αριθμού αποφάσεων. δηλαδή αναποφασιστικότητα
    2. αβουλία εκτέλεσης: ο άβουλος αποφάσισε τι πρέπει να πράξει, αλλά δεν έχει το θάρρος να πραγματοποιήσει την απόφασή του· καταλαμβάνεται από ένα δισταγμό και προβάλλει ένα σύνολο από δικαιολογίες για να αναβάλει την απόφασή του· χαρακτηριστικά της, η αναβλητικότητα, η αδράνεια και η απραξία.

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία