αβλάβεια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αβλάβεια < αρχαία ελληνική ἀβλάβεια < ἀβλαβής
Ουσιαστικό επεξεργασία
αβλάβεια θηλυκό
- (ενεργ.) το να μη προκαλείς βλάβη σε κάτι ή κάποιον
- (παθητ.) η έλλειψη βλάβης
Μεταφράσεις επεξεργασία
αβλάβεια
|