αβκότσιφλον
Κυπριακά (el-cyp) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
αβκότσιφλον < αβκ(όν) + -ό- + τσίφλον [1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
αβκότσιφλον αρσενικό
- το αβγότσουφλο, το τσόφλι του αβγού
Άλλες μορφές επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σελ.31 - Χατζηιωάννου, Κ. Ετυμολογικό λεξικό της ομιλούμενης κυπριακής διαλέκτου στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας