αβεστικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | αβεστικά | ||
γενική | των | αβεστικών | ||
αιτιατική | τα | αβεστικά | ||
κλητική | αβεστικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αβεστικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αβεστικός στον πληθυντικό
Ουσιαστικό επεξεργασία
αβεστικά ουδέτερο στον πληθυντικό
- (γλώσσα) η αβεστική, εξαφανισμένη γλώσσα του ζωροαστρισμού
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
αβεστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αβεστικός