αβγόσουπα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αβγόσουπα | οι | αβγόσουπες |
γενική | της | αβγόσουπας | — | |
αιτιατική | την | αβγόσουπα | τις | αβγόσουπες |
κλητική | αβγόσουπα | αβγόσουπες | ||
Στα σύνθετα, η δύσχρηστη γενική πληθυντικού που θα έληγε σε -ών (όπως στην κλίση «θάλασσα») τείνει να κρατάει σταθερό τον τόνο (όπως στην κλίση «αρθρίτιδα») | ||||
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αβγόσουπα θηλυκό
- (γαστρονομία) σούπα με κυρίαρχο στοιχείο τα αβγά
Μεταφράσεις επεξεργασία
αβγόσουπα
|
Πηγές επεξεργασία
- αβγόσουπα - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)