Δείτε επίσης: αβγοκούλουρα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αβγοκουλούρα οι αβγοκουλούρες
      γενική της αβγοκουλούρας των αβγοκουλουρών
    αιτιατική την αβγοκουλούρα τις αβγοκουλούρες
     κλητική αβγοκουλούρα αβγοκουλούρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αβγοκουλούρα < αβγό + -ο- + κουλούρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αβγοκουλούρα θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία