Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αβασκάνουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αβασκαίνω
  2. θα αβασκάνουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αβασκαίνω