Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αβαγιανός οι αβαγιανοί
      γενική του αβαγιανού των αβαγιανών
    αιτιατική τον αβαγιανό τους αβαγιανούς
     κλητική αβαγιανέ αβαγιανοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αβαγιανός < α- προτακτικό + θηλυκό βαγι(ά) + -ανός < βάγια < αρχαία ελληνική βαΐς [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.va.ʝaˈnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐βα‐για‐νός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αβαγιανός αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. αβαγιανόςΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας