Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ίσον < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο ίσος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ίσον ουδέτερο

  1. το γραπτό σημείο (=) το οποίο δηλώνει ότι αυτό που προηγείται του σημείου ισούται με αυτό που ακολουθεί
  2. (μαθηματικά) προφορική έκφραση του συμβόλου της ισότητας που αντιστοιχεί στα: ισούται με το, είναι ίσο με το
    δύο συν δύο ίσον τέσσερα

  Μεταφράσεις επεξεργασία