ίον
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ίον < αρχαία ελληνική ἴον
Ουσιαστικό επεξεργασία
ίον ουδέτερο
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ίον
→ δείτε τη λέξη μενεξές |
Δείτε επίσης : ιόν, ἴον |
ίον ουδέτερο
→ δείτε τη λέξη μενεξές |