ίνδαλμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ίνδαλμα < (ελληνιστική κοινή) ἴνδαλμα < ?
Ουσιαστικό επεξεργασία
ίνδαλμα ουδέτερο
- είδωλο, πρόσωπο που λειτουργεί ως πρότυπο, που φαντάζει ως ιδανικό
- αυτός ο μουσικός της ροκ ήταν το ίνδαλμα της νεολαίας τη δεκαετία του '60