Δείτε επίσης: ἵζημα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ίζημα τα ιζήματα
      γενική του ιζήματος των ιζημάτων
    αιτιατική το ίζημα τα ιζήματα
     κλητική ίζημα ιζήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ίζημα < (ελληνιστική κοινήἵζημα < ἱζάνω < ἵζω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sisdō / *sizdō < *sed- (κάθομαι) (2. σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική sédiment)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ίζημα ουδέτερο

  1. (χημεία) στερεή ουσία που προκύπτει στον πάτο ενός δοχείου που περιέχει κορεσμένο διάλυμα
     συνώνυμα: κατακάθι
  2. (γεωλογία) πέτρωμα που σχηματίστηκε από καθίζηση

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία