έτερον εκάτερον
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- έτερον εκάτερον < → λείπει η ετυμολογία
Έκφραση επεξεργασία
έτερον εκάτερον
- λέγεται για δύο πράγματα που μπορεί να ισχύουν και τα δύο ταυτόχρονα, διάφορα μεταξύ τους, χωρίς το ένα να επηρεάζει το άλλο. Το ένα δεν αναιρεί το άλλο.
- ↪ Μπορεί ο Χ να είναι ένας πολύ καλός επαγγελματίας, αλλά δεν συμπεριφέρεται καθόλου καλά στην προσωπική του ζωή. Έτερον εκάτερον!
Συνώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
έτερον εκάτερον