Δείτε επίσης: ἔσχατος, ἐσχάτως, εσχάτως

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο έσχατος η έσχατη το έσχατο
      γενική του έσχατου της έσχατης του έσχατου
    αιτιατική τον έσχατο την έσχατη το έσχατο
     κλητική έσχατε έσχατη έσχατο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι έσχατοι οι έσχατες τα έσχατα
      γενική των έσχατων των έσχατων των έσχατων
    αιτιατική τους έσχατους τις έσχατες τα έσχατα
     κλητική έσχατοι έσχατες έσχατα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

έσχατος < αρχαία ελληνική ἔσχατος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈe.sxa.tos/

  Επίθετο επεξεργασία

έσχατος -η, -ο

  1. τελευταίος
    1. (για τόπους) που βρίσκεται πιο μακριά απ’ όλους
    2. (χρονικά) που βρίσκεται στο τέλος
  2. ανώτερος, πολύ μεγάλος (ποιοτικά ή ποσοτικά)
  3. κατώτερος, χειρότερος (ποιοτικά ή ποσοτικά)
  4. (ουσιαστικοποιημένο) τα έσχατα

Συγγενικά επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία