έσσω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- έσσω < αρχαία ελληνική ἔσω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
έσσω ουδέτερο άκλιτο
έσσω ουδέτερο άκλιτο