ένθεση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ένθεση | οι | ενθέσεις |
γενική | της | ένθεσης* | των | ενθέσεων |
αιτιατική | την | ένθεση | τις | ενθέσεις |
κλητική | ένθεση | ενθέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ενθέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ένθεση < αρχαία ελληνική ἔνθεσις < ἐντίθημι < τίθημι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰédʰeh₁- < *dʰeh₁-. Συγχρονικά αναλύεται σε έν- + θέση
Ουσιαστικό επεξεργασία
ένθεση θηλυκό
- η τοποθέτηση μέσα ή επάνω σε κάτι
- (αρχιτεκτονική) ενδόμηση, εντοίχιση
- (λογοτεχνία) εγκιβωτισμός
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
- (ναυτικός όρος) ένθεση λέμβων: η τοποθέτηση μέσα στο πλοίο των λέμβων που κρέμονται έξω από το πλοίο
Μεταφράσεις επεξεργασία
ένθεση
|