έλκωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | έλκωση | οι | ελκώσεις |
γενική | της | έλκωσης* | των | ελκώσεων |
αιτιατική | την | έλκωση | τις | ελκώσεις |
κλητική | έλκωση | ελκώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ελκώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- έλκωση < αρχαία ελληνική ἕλκωσις < ἕλκος
Ουσιαστικό επεξεργασία
έλκωση θηλυκό
- (ιατρική) η δημιουργία έλκους
Μεταφράσεις επεξεργασία
έλκωση
|