Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

έθρεψε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος τρέφω
  2. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος θρέφω