Δείτε επίσης: ἔγκαυμα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το έγκαυμα τα εγκαύματα
      γενική του εγκαύματος των εγκαυμάτων
    αιτιατική το έγκαυμα τα εγκαύματα
     κλητική έγκαυμα εγκαύματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

έγκαυμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἔγκαυμα[1] < αρχαία ελληνική ἔγκαυμα < ἐγκαίω < ἐν + καίω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈeŋ.ɡav.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: έ‐γκαυ‐μα
παλιότερος συλλαβισμός: έγ‐καυ‐μα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

έγκαυμα ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις καίω και καύση

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία