άχρι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
άχρι < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἄχρι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄχρι
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈa.xri/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐χρι
Πρόθεση επεξεργασία
άχρι
- (αρχαιοπρεπές, με γενική) μέχρι, έως, έως ότου, μέχρις ότου, ώσπου
Άλλες μορφές επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
άχρι
|
Πηγές επεξεργασία
- άχρι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- άχρι - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)