άσε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈa.se/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐σε
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
άσε αρσενικό
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
άσε και άφησε
- β΄ πρόσωπο ενικού προστακτικής αορίστου του αφήνω
- άλλη μορφή του άφησε
- (ως εισαγωγική προστακτική) για κάτι δυσάρεστο ή αρνητικό
- ↪ Γεια σου! Τι κάνεις; — Άσε! έπεσα και χτύπησα το πόδι μου. Ευτυχώς δεν είναι κάταγμα.
Άλλες μορφές επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
- άσε με!
- άσε τον κόσμο να λέει
- άσ' τα! / άστα!
- άστα καλύτερα
- άσ' τον να κουρεύεται / άστον να κουρεύεται
- → δείτε επίσης άσ' & αφήνω#Εκφράσεις
Πηγές επεξεργασία
- άσε - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αφήνω, άστον - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)