Δείτε επίσης: ἄρτι, αρτι-, ἀρτι-, άρτοι

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

άρτι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄρτι

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈaɾ.ti/
τυπογραφικός συλλαβισμός: άρ‐τι
ομόηχο: άρτοι
παρώνυμο: άρτιοι

  Επίρρημα επεξεργασία

άρτι

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία