Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

άρα μάρα < άρα / αρά + μάρα (= μαρασμός)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

άρα μάρα θηλυκό άκλιτο

  1. (λαϊκότροπο) έκφραση για δήλωση απόλυτης αδιαφορίας για τις συνέπειες ή επιπτώσεις
  2. (στον πληθυντικό) άρες μάρες

  Μεταφράσεις επεξεργασία