άρα μάρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
άρα μάρα θηλυκό άκλιτο
- (λαϊκότροπο) έκφραση για δήλωση απόλυτης αδιαφορίας για τις συνέπειες ή επιπτώσεις
- (στον πληθυντικό) άρες μάρες
Μεταφράσεις επεξεργασία
άρα μάρα
|