Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

άπιον < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

άπιον ουδέτερο

  1. Ο καρπός της απιδιάς, αλλιώς απίδι, αχλάδι
  2. Έντομο, κολεόπτερο της οικογένειας των σιλφιδών.

  Μεταφράσεις επεξεργασία