Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

άνοιξε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος ανοίγω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος ανοίγω