άνθισμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- άνθισμα < (ελληνιστική κοινή) ἄνθισμα < αρχαία ελληνική ἀνθίζω < ἄνθος
Ουσιαστικό επεξεργασία
άνθισμα ουδέτερο
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) η άνθηση
Μεταφράσεις επεξεργασία
άνθισμα
|
άνθισμα ουδέτερο
|