άλμπατρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- άλμπατρος < (λόγιο δάνειο) αγγλική albatross [1] < πιθανόν ισπανική ή πορτογαλική alcatraz με επίδραση του λατινικού albus (άσπρος) < αραβική غَطَّاس (ḡaṭṭās, δύτης) [2] (الْقَطْرَس (al-qaṭrās', θαλασσαετός)) [3]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈal.ba.tɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : άλ‐μπα‐τρος
Ουσιαστικό επεξεργασία
άλμπατρος ουδέτερο άκλιτο
- (πτηνό) μεγάλο θαλάσσιο πουλί της οικογένειας Diomedeidae
Άλλες μορφές επεξεργασία
σπανιότερες:
Σημειώσεις επεξεργασία
- (σπάνιος τύπος, λογοτεχνικό) ως κλιτό, αρσενικού γένους [4]
- ※ Πολλές φορές οι ναυτικοί, την ώρα να περνάνε, / πιάνουν τους άλμπατρους -πουλιά της θάλασσας τρανά (Σαρλ Μπωντλέρ (Charles Baudelaire), ποίημα «Άλμπατρος», Μετάφραση από τα γαλλικά: Γιώργης Σημηριώτης @biblionet.gr )
Δείτε επίσης επεξεργασία
- άλμπατρος στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
άλμπατρος
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ άλμπατρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ albatross στο αγγλικό Βικιλεξικό
- ↑ alcatraz στο αγγλικό Βικιλεξικό
- ↑ άλμπατρος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας