Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 

  Ετυμολογία επεξεργασία

άλμπατρος < (λόγιο δάνειο) αγγλική albatross [1] < πιθανόν ισπανική ή πορτογαλική alcatraz με επίδραση του λατινικού albus (άσπρος) < αραβική غَطَّاس (ḡaṭṭās, δύτης) [2] (الْقَطْرَس (al-qaṭrās', θαλασσαετός)) [3]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈal.ba.tɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: άλ‐μπα‐τρος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

άλμπατρος ουδέτερο άκλιτο

Άλλες μορφές επεξεργασία

σπανιότερες:

Σημειώσεις επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο άλμπατρος οι άλμπατροι
      γενική του άλμπατρου των άλμπατρων
    αιτιατική τον άλμπατρο τους άλμπατρους
     κλητική άλμπατρε άλμπατροι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. άλμπατρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. albatross στο αγγλικό Βικιλεξικό
  3. alcatraz στο αγγλικό Βικιλεξικό
  4. άλμπατροςΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας