άθηλυς
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες. Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
- αρρενωπός, αρρενόφρων, ανδρείος (συνήθως για άνδρα)
- χωρίς θηλυκή χάρη και συμπεριφορά (συνήθως για αντρογυναίκα)
- αθήλυκος, αγύναικος, αγυναίκωτος, ακόριτσος, χωρίς θηλυκό, (ως ύβρις: αγύναιος)
- χωρίς θηλυκή κλίση