Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈa.i.xa ˈsiɱ.fo.na/

  Κλιτικός τύπος πολυλεκτικού όρου επεξεργασία

άηχα σύμφωνα ουδέτερο