Δείτε επίσης: ἄγρα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η άγρα οι άγρες
      γενική της άγρας
    αιτιατική την άγρα τις άγρες
     κλητική άγρα άγρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

άγρα < αρχαία ελληνική ἄγρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

άγρα θηλυκό

  1. η θήρα, το κυνήγι
  2. το ψάρεμα
  3. (μεταφορικά) η επιδίωξη, η αναζήτηση
    • άγρα πελατών: αδίκημα που διαπράττει "όποιος παροτρύνει και παρενοχλεί με οποιοδήποτε τρόπο πρόσωπο ή ομάδα προσώπων να δεχθεί ή να αποκρούσει ταξιδιωτική ή μεταφορική υπηρεσία, υπηρεσίες εστίασης ή ψυχαγωγίας ή τουριστικού καταλύματος ή προϊόντα εμπορικού καταστήματος" (Ν. 3498/2006, άρθρο 53)


Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

οι υποψήφιοι αμολήθηκαν προς άγραν ψήφων

  Μεταφράσεις επεξεργασία