άγαρμπα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
από το άγαρμπος
Επίρρημα επεξεργασία
άγαρμπα
- άχαρα, άκομψα.
- Φέρθηκε άγαρμπα.
- άσκημα.
- Τον χτύπησε άγαρμπα.
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
άγαρμπα
|
από το άγαρμπος
άγαρμπα
|