Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

από το άγαρμπος

  Επίρρημα επεξεργασία

άγαρμπα

  1. άχαρα, άκομψα.
    Φέρθηκε άγαρμπα.
  2. άσκημα.
    Τον χτύπησε άγαρμπα.

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία