Ετυμολογία

επεξεργασία
Χαρτοφύλαξ < χαρτοφύλαξ

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /xaɾ.toˈfi.laks/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Χαρ‐το‐φύ‐λαξ

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Χαρτοφύλαξ

  1. επώνυμο (ανδρικό ή γυναικείο)
  2. (αξίωμα, χριστιανισμός) Οφφίκιο της Μεγάλης Εκκλησίας, αξίωμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου

Μεταγραφές

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
Χαρτοφύλαξ < χαρτοφύλαξ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Χαρτοφύλαξ

  1. (αξίωμα, ιστορία) τίτλος αξιωματούχου στη Βυζαντινή αυτοκρατορία