Φυρός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Φυρός | οι | Φυροί |
γενική | του | Φυρού | των | Φυρών |
αιτιατική | τον | Φυρό | τους | Φυρούς |
κλητική | Φυρέ | Φυροί | ||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Σολωμός (κλίση: ναός)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Φυρός < φυρός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /fiˈɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Φυ‐ρός
Κύριο όνομα επεξεργασία
Φυρός αρσενικό (θηλυκό Φυρού)