Φρένελης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Φρένελης < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈfɾe.ne.lis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Φρέ‐νε‐λης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Φρένελης αρσενικό (θηλυκό Φρένελη)
Φρένελης αρσενικό (θηλυκό Φρένελη)