Δείτε επίσης: φελλούς

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Φελούς < άμεσο δάνειο από την εβραιοϊσπανική . Ενδεχομένως προέλευσης από την αραβική فِلُّوس‎ (fillūs, Fellous, ως γαλλικό επώνυμο) [< πληθυντικός του فِلْس (fils, fuls ή fals), κέρμα μικρής αξίας, και στον πληθ., ατύπως, τα χρήματα γενικά].[1] • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /feˈlus/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Φε‐λούς

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Φελούς αρσενικό ή θηλυκό, άκλιτο

Μεταγραφές επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία