Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Υπαπαντή < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ὑπαπαντή < ὑπαπαντάω < ὑπό + ἀπαντάω

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Υπαπαντή θηλυκό

  1. (χριστιανισμός) γιορτή· εορτάζεται η προϋπάντηση του Ιησού στο Ναό από τον Συμεών, σύμφωνα με το ιουδαϊκό έθιμο της αφιέρωσης των πρωτότοκων αρσενικών βρεφών στο Θεό (βλέπε Κατά_Λουκάν, B, 22-39)
  2. γυναικείο όνομα

  Μεταφράσεις επεξεργασία