Τυφλός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Τυφλός | οι | Τυφλοί |
γενική | του | Τυφλού | των | Τυφλών |
αιτιατική | τον | Τυφλό | τους | Τυφλούς |
κλητική | Τυφλέ | Τυφλοί | ||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Σολωμός (κλίση: ναός)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Τυφλός < τυφλός
Κύριο όνομα επεξεργασία
Τυφλός αρσενικό (θηλυκό Τυφλού)