Τσετσένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Τσετσένος < Τσετσενία
Ουσιαστικό επεξεργασία
Τσετσένος αρσενικό (θηλυκό Τσετσένα)
- (εθνικό όνομα) ο κάτοικος, ή αυτός που κατάγεται από την Τσετσενία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Τσετσένος