Τσανκιρί
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /t͡san.ciˈɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Τσαν‐κι‐ρί
Μεταγραφή επεξεργασία
Τσανκιρί ουδέτερο άκλιτο
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Τσανκιρί στη Βικιπαίδεια
Τσανκιρί ουδέτερο άκλιτο