Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Τοσοδούλα οι Τοσοδούλες
      γενική της Τοσοδούλας
    αιτιατική την Τοσοδούλα τις Τοσοδούλες
     κλητική Τοσοδούλα Τοσοδούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Τοσοδούλα < (μεταφραστικό δάνειο) δανική Tommelise (από το όνομα της ηρωίδας ομώνυμου παραμυθιού του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, θηλυκό του τοσοδούλης)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Τοσοδούλα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία