Τορρεμολίνος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Τορρεμολίνος < → λείπει η ετυμολογία
Μεταγραφή επεξεργασία
Τορρεμολίνος θηλυκό άκλιτο
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Τορρεμολίνος
|
Τορρεμολίνος θηλυκό άκλιτο
|