Τεξανός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Τεξανός | οι | Τεξανοί |
γενική | του | Τεξανού | των | Τεξανών |
αιτιατική | τον | Τεξανό | τους | Τεξανούς |
κλητική | Τεξανέ | Τεξανοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Τεξανός < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Τεξανός αρσενικό (θηλυκό Τεξανή)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται ή κατοικεί στο Τέξας των ΗΠΑ