Ταλιούρας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Ταλιούρας < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /taˈʎu.ɾas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Τα‐λιού‐ρας
Κύριο όνομα επεξεργασία
Ταλιούρας αρσενικό (θηλυκό Ταλιούρα)
Δείτε επίσης : Ταλούρας |
Ταλιούρας αρσενικό (θηλυκό Ταλιούρα)