Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Τίρναβος οι Τίρναβοι
      γενική του Τίρναβου
Τιρνάβου
των Τίρναβων
Τιρνάβων
    αιτιατική τον Τίρναβο τους Τίρναβους
Τιρνάβους
     κλητική Τίρναβε Τίρναβοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Τίρναβος < σλαβικής προέλευσης трнова[1] (ακανθώδης) < трн (αγκάθι) < πρωτοσλαβική *tьrnъ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *tr̥nom / *(s)ter-n-

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Τίρναβος αρσενικό

  • (πόλη) άλλη γραφή του Τύρναβος
    ※  Έτσι οι μέρες εκεί­νες έμειναν βαθιά χαραγμένες στη μνήμη των κατοίκων του Τιρνάβου, καθώς και της Τσαρίτσανης, οι οποίοι αναγκάστηκαν να σκορπιστούν σε διά­φορα μέρη. (Απόστολος Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. Εʹ, Η μεγάλη Ελληνική Επανάσταση (1821–1829), Οι προϋποθέσεις και οι βάσεις της (1813–1822), Θεσσαλονίκη 1980, σελ. 462.)

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  1. Σοφιανός Δημήτριος, Άγιος Νικόλαος ο εν Βουναίνη, Ανέκδοτα αγιολογικά κείμενα, Ιστορικαί ειδήσεις περί της μεσαιωνικής Θεσσαλίας, Ιʹ αιών, Διατριβή επί διδακτορία, Αθήνα 1972, σελ. 90