Δείτε επίσης: σπαθάρης
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Σπαθάρης οι Σπαθάρηδες
      γενική του Σπαθάρη των Σπαθάρηδων
    αιτιατική τον Σπαθάρη τους Σπαθάρηδες
     κλητική Σπαθάρη Σπαθάρηδες
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Βαμβακάρης (κλίση: μανάβης)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Σπαθάρης < σπαθάρης

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /spaˈθa.ɾis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Σπα‐θά‐ρης

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Σπαθάρης αρσενικό (θηλυκό Σπαθάρη)

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταγραφές

επεξεργασία